Τρίτη 9 Σεπτεμβρίου 2008

ΣΤΑΥΡΟΔΡΟΜΙΑ ΚΑΙ ΓΕΦΥΡΕΣ


Προχωρούσε γρήγορα να ξεφύγει απο τον αόρατο εχθρό της.
Προχωρούσε αργά και σταθερά προς τη κατεύθυνση που είχε χαράξει.
Πήγαιναν σε εντελώς διαφορετικές κατευθύνσεις
Συγκρούστηκαν αναπόφευκτα.
Και όταν κοιτάχτηκαν στα μάτια ήξεραν οτι θα προχωρούσαν καιρό μαζί.
Φτάσανε στην άκρη του δρόμου.
Ενός μεγάλου δρόμου
Μια λεωφόρο ζωής για την οποία δεν είναι όλοι έτοιμοι.
Φοβόταν να περάσει.
Της έδωσε το χέρι του.
Πόσα χέρια της είχαν δοθεί πριν για να οπισθοχωρήσουν με το πρώτο σφύριγμα του ανέμου.
'Εμεινε πίσω.
Τον άφησε να περάσει μόνο απέναντι.
Καθώς τον κοίταγε να απομακρύνεται άκουγε το κρακ
Κόκκινα κομμάτια μιας στρογγυλής καρδιάς.
Του φώναζε να προσέχει μα δεν είχε σημασία.
Επρεπε να περάσει μαζί του.
Αυτή έπρεπε να τον προσέχει.
Κάθησε στην απέναντι μεριά και τον παρατηρούσε.
Προχωρούσε στην άκρη του πεζοδρομίου.
Ο αέρας των αυτοκινήτων ήταν τόσο δυνατός
Πιο δυνατός ήταν ο φόβος.
Απο το φόβο όμως ποιος είναι πιο δυνατός;
Μόνο η αγάπη.
Αποφάσισε να χτίσει μια γέφυρα για να περάσει απέναντι ασφαλής και να τον βρει,να περπατήσουνε μαζί.
Κάθε μέρα που εκείνη τελείωνε και ένα κομμάτι της γέφυρας
εκείνος γινόταν μίλια
μίλια μακριά
Κι όταν πέρασε απέναντι δεν μπορούσε να τον βρει
Προσπαθούσε να περάσει έναν άλλο δρόμο μα είχε βρει το σωστό συνοδοιπόρο.
Γύρισε πίσω και την κοίταξε.
Της φώναξε να προσέχει στα φανάρια
Δε σταματάνε όλοι οι οδηγοί
Δε σέβονται όλοι τα σήματα
Κι ήξερε οτι την νοιάζεται κι αυτό δε μπορούσε να της το πάρει κανείς.
Δε καταλάβαινε γιατί έμεινε πίσω
Δεν τον είχε αφήσει να καταλάβει
Την απόσταση όμως την καθορίζουμε εμείς.
Εφτιαξα μια γέφυρα μόνο για να έρθω να σε βρω
Ησουν η γέφυρα μου
Εγινα καλύτερος άνθρωπος για να σε φτάσω
Και για μένα ήσουν σταυροδρόμι μου έμαθες να περνάω μόνος μου το δρόμο
Είπε ή έστω έτσι θέλησε να ακούσει
Και τώρα τι κάνουμε;
Τώρα θα συνεχίσουμε να προχωράμε
Θα κρατήσουμε άλλα χέρια
Θα γίνουμε γέφυρες και σταυροδρόμια για άλλους πεζοπόρους
Μα μη φοβάσαι γιατί πάντα θα κοιτάω στο μέρος σου
Θα σε προσέχω μη χτυπήσεις
Θα με προσέχεις μη σκοντάψω
Θα περπατάμε δρόμους παράλληλους
και ίσως κάποια στιγμή να βρεθούμε στην στροφή κάποιου δρόμου
Θα σε αγαπάω
και θα με αγαπάς
γιατί την απόσταση την καθορίζουμε εμείς.
Δε χρειάζεται να περπατάμε πάντα μαζί για να είμαστε μαζί.
Θα μαι το σταυροδρόμι σου
Θα σαι η γέφυρα μου
και αυτό δεν μπορεί να το αλλάξει κανείς.

Ο ΤΟΠΟΣ ΠΟΥ ΑΝΗΚΩ





Είχα ένα σπίτι γεμάτο στολίδια ανακατεμένα με σκουπίδια
Ήθελα να το κάψω μα μαζί με τα άσχημα θα έκαιγα και τα ωραία
Το έσκασα με ένα σάκο γεμάτο τάσεις φυγής, φόβους και μια δίψα για περιπέτεια
Κι ένιωθα πως πραγματικά αυτός ο κόσμος μου ανήκει και τόσο καιρό περιμένει μόνο να τον κυριεύσω
Στο δρόμο τα μάτια μου άνοιξαν διάπλατα και έτσι έμειναν
Από τα θαύματα του κόσμου
Απόρησα και αμφέβαλα για το ποιος θα κυριεύσει ποιον
Τα μικρά ζώα ήταν πιο φιλικά και προσιτά
Σύντομα όμως πλησίαζαν οι γονείς τους και απομακρυνόμουν
Εγώ δεν είχα κανέναν να με προστατεύσει εδώ και καιρό
Αισθανόμουν υπερήφανη που τα κατάφερνα μόνη μου
Όμως μερικές φορές τα βράδια δίπλα στη φωτιά ήθελα κάποιος να με προσέχει
Γνώρισα μια πυγολαμπίδα
Ήταν ευχάριστη παρέα αλλά δεν με άφηνε να κοιμηθώ τα βράδια
Έπεσα σε ποτάμια για να αποφύγω μελίσσια μεθυσμένα από την ίδια τους τη γλύκα
Και γέμισα λάσπες
Η γη ήταν επιεικής μαζί μου
Δεν παραπονιόταν για το λερωμένο χαλί της
Μέχρι που έφτασα σε ένα όμορφο σπίτι.
Ήταν χτισμένο όλο από πέτρα με μια χαριτωμένη σκέψη που δεν άφηνε τα όνειρα να φύγουν το βράδυ
Και έτσι κατοικούσαν πάντα εκεί μαζί του
Στη λιμνούλα καθρεφτιζόταν όλη η ευτυχία και η γαλήνη
Μου ζήτησε να μείνω για λίγο και αυτό έκανα
Ήταν σαν να έχει βρει τον τόπο μου
Εκεί όπου άνηκα
Αλλά φοβήθηκα πως το ταξίδι μου θα σταματήσει νωρίς
Και δε θα δω τι υπάρχει παρακάτω
Έτσι ένα πρωί το έσκασα
Και συνέχισα να περιπλανιέμαι
Το δάσος είχε πολλές ακόμα ομορφιές να μου χαρίσει
Γαλάζιου ουρανούς
Πράσινα βατράχια
Νόστιμους καρπούς
Και γυρολόγους με αστείες ιστορίες
Τα βράδια όμως έκλαιγα γιατί κανείς δεν ήταν εκεί να με προσέχει
Και είχα ξεχάσει το δρόμο
Ακόμα και αν το ήξερα θα φοβόμουν τι θα αντικρίσω
Ίσως τώρα αυτός ο τόπος να έχει μια άλλη κυρά
Μια σωστή αφέντισσα
Ίσως πάλι να μην υπάρχει χώρος για μένα
Μα πιο πολύ φοβόμουν ότι μπορεί ένα πρωί να θέλω να ξεφύγω
Και να πρέπει να σε αφήσω πάλι μόνο σου
Δεν θα το άντεχε η καρδιά μου να σε ξαναπληγώσω
Έτσι έμεινα στο δάσος μέχρι που διαλύθηκα στον ουρανό
Και έγινα βροχή
Μια από τις σταγόνες μου θα σε λούσει και έτσι θα βρεθώ κοντά σου
Χωρίς να κινδυνέψω να πληγώσω τα αισθήματα σου

Ο ΔΙΚΟΣ ΜΟΥ ΟΥΡΑΝΟΣ



Το αποφάσισα. Δεν κοιμήθηκα όλο το βράδυ. Το αποφάσισα. Δε θα ξυπνούσα διαφορετικά. Δε μου έλειπε ο ύπνος, ήταν η ζωή που φοβόμουν να αντιμετωπίσω.
Έτσι κατέληγα να ζω ανάμεσα στα όνειρα και τους εφιάλτες μου.
Το αποφάσισα. Φόρεσα το μπλε φόρεμα με τον άσπρο δαντελωτό γιακά.
Είχε κιτρινίσει λίγο. Δεν έβγαινε πια στο πλύσιμο. Το έβγαλα. Αυτό το φορούσα την τελευταία φορά που με είδε. Φόρεσα τη λευκή μου φούστα και το πάλλευκο πουκάμισο μου. Ήμουν ένα χαρούμενο άσπρο σύννεφο στο μπλε ουρανό σου.
Όχι. Το φορούσα σε μέρες χαρούμενες. Δεν ήταν μια από αυτές.
Φόρεσα ξανά το μπλε φόρεμα.
Ήθελα να με θυμάσαι όπως με άφησες.
Μια ψευδαίσθηση ότι τίποτα δεν άλλαξε σε ένα κόσμο που δεν σταμάτησε να κινείται.
Ήμουν έτοιμη.
Περπατήσαμε ως τη στάση του λεωφορείου.
Κάθισα προσεκτικά μη λερωθώ.
Το παγκάκι γέμισε.
Ακούμπησα τη τσάντα στα πόδια μου και έβγαλα ένα τσιγάρο που ποτέ δεν άναψα.
Μα το έφερα ως τα χείλια μου και το ένιωσα ως την τελευταία ρουφηξιά.
Το παγκάκι άδειασε σχεδόν.
Το λεωφορείο έφυγε.
Θα ερχόταν το επόμενο.
Θα ανέβαινα.
Αλήθεια θα ανέβαινα.
Θα ερχόταν το επόμενο.
Θα ανέβαινα.
Αλήθεια θα ανέβαινα.
Το αποφάσισα.
Ο νεαρός που στεκόταν όρθιος δίπλα μου του έμοιαζε.
Σε μια φευγαλέα ανάμνηση της πρώτης του νιότης.
Πάντα γελαστός και ανέμελος.
Ξεχώριζε.
Κοκκινωπά μάγουλα, κατακόκκινα μαλλιά, φακίδες, αδύνατος κορμός, μακριά δάχτυλα.
Αυτό πρέπει να σου στοίχισε.
Πριν το καταλάβω είχαν περάσει δυο λεωφορεία.
Τελικά θα περπατήσουμε.
Θα έχω χρόνο στη διαδρομή να προβάρω τα λόγια μου αν χρειαστούν.
Να μελετήσω τις αντιδράσεις μου,
Τις αντιδράσεις σου.
Τις αντιδράσεις του.
Να το αποφασίσω.
Σταμάτησα στο περίπτερο.
Άνοιξα το πορτοφολάκι.
Σπάνια κουδούνιζε.
Εκνευριστικά όπως τα άλλα.
Το έκλεισα.
Καλύτερα να διαβάσω τα πρωτοσέλιδα.
«Θανατική ποινή»
«Εκτέλεση δολοφόνου»
«Σκότωσε και τεμάχισε τη μητέρα του παιδιού του»
Κάποτε ήμουν υπέρ της.
Έφτασα.
Στην είσοδο ο φύλακας φάνηκε καχύποπτος.
Δεν την είχε ξαναδεί.
Χάιδεψε απαλά τα πυκνά κόκκινα μαλλιά της.
Της κρατούσα σφιχτά το χέρι μα κανείς δεν με πρόσεχε.
Ούτε η ίδια.
Μπήκα μαζί της στην αίθουσα.
Καθίσαμε πίσω από το τζαμί.
Εκείνος κάθισε απέναντι μας.
Τα μαλλιά του ήταν άσπρα, αραιά ξεπρόβαλλαν κόκκινες τριχούλες χωρίς την πρώτη τους λάμψη. Το πρόσωπο του ήταν κάτασπρο.
Έτσι δεν ήταν ούτε το δικό μου.
Δεν τον αναγνώρισα αμέσως.
Μα κατάλαβα.
Ένα δάκρυ κύλησε κοιτάζοντας την.
Κι εκείνος κατάλαβε.
Δεν μίλησε μα κατάλαβε.
Ούτε εκείνος με αναγνώρισε.
Ακούμπησε το χέρι του στο τζάμι.
Ήταν πιο μεγάλο και παχύ από το δικό της.
Όταν τα ένωναν όμως με κάποιον παράξενο τρόπο ταίριαζαν απόλυτα.
Και ξαφνικά το τζάμι ήταν σαν αόρατο και εγώ σχεδόν ορατή.
Το αποφάσισα.
Είχε χάσει την πρώτη στιγμή που το δαχτυλάκι της έπρεπε να τυλιχτεί γύρω από το δικό του και να τον εγκλωβίσει, για πάντα.
Το αποφάσισα.
Μπορούσε ακόμα.
Το αποφάσισα.. να τους δώσω μια βροχή και ένα ουράνιο τόξο.
ΕΝΑΝ ΔΙΚΟ ΤΟΥΣ ΟΥΡΑΝΟ
Για πάντα ένα άσπρο σύννεφο στο μπλε ουρανό σου.

Η ΣΚΑΛΑ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ


Την πρώτη φορά που σε αντίκρισα ήξερα.
Εσύ ήσουν ήδη στα μισά της σκάλας και ανέβαινες.
Εγώ στεκόμουν στην αρχή και έκανα τα πρώτα μου βήματα.
Πρέπει να φαινόμουν μικροσκοπική από αυτό το ύψος.
Δε σε φώναξα να με βοηθήσεις.
Ήξερα.
Ήσουν ένας μεγάλος πρίγκιπας για μεγάλες κοπέλες.
Η ηλιαχτίδα μου ήταν σίγουρα για μένα.
Μου ζήτησε να ανέβω σταθερά με ένα δικό μου τρόπο.
Πίστευε σε μένα και αφού το έκανε εκείνη μπορούσα και εγώ.
Ήθελα να σε φτάσω.
Και να σε ξεπεράσω.
Μόνο για λίγο μέχρι να με διακρίνεις και να επιταχύνεις για να με πιάσεις.
Να περπατήσουμε μαζί.
Μέχρι τότε μπορούσες να ανέβεις τη σκάλα με άλλους συνοδοιπόρους
Κάποιοι θα τρέχουν μπροστά και άλλοι θα μείνουν πίσω.
Έτσι απλόχερα σου έδωσα χρόνο να κάνεις κάθε αμαρτία μέχρι να δοκιμάσεις τη μεγαλύτερη.
Εμένα.
Και δέκα χρόνια μετά σε βρήκα εκεί που σε άφησα.
Συνεπείς στο άτυπο ραντεβού με το πεπρωμένο σου.
Είχα καθισμένους στον καναπέ μου μια ηλιαχτίδα και έναν μεγάλο πρίγκιπα για ένα μεγάλο κορίτσι σαν εμένα.
Κατευθύνθηκα στην κουζίνα.
Έβγαλα μια τούρτα.
Μια τούρτα που θαρρείς πως χώραγε και άλλες εκπλήξεις.
Ο καθένας σε αυτό το σπίτι γιόρταζε την δική του χαρά
Στο Χολ κοντοστάθηκα.
Μια ακόμα ζαλάδα.
Τώρα επεκτάθηκε.
«Να τη ξεριζώσεις. Είναι εποχιακό λουλούδι. Θα σου μαραθεί και θα γεμίσει ξερά φύλλα την αυλή σου»
Περίμενα με τις ρίζες μου έτοιμες να ξεριζωθούν μια απάντηση.Άκουσα έναν άλλον ήχο.
Έμοιαζε με φιλί ανέμου.
Έσκυψα να δω και είδα.
Το φως να τον πλημμυρίζει.
«Έρχεται το επιδόρπιο»
Τοποθέτησα τη μεγάλη τούρτα μπροστά τους.
Την έκοψα σε κομματάκια και τη μοίρασα.
Το χέρι μου τρεμόπαιξε από την σύγχυση.
Δικαιολογήθηκα για την αδεξιότητα μου, τη φυσική έλλειψη χάρης.
Για την σκάλα που δεν ανέβηκα ολόκληρη και κοντοστάθηκα να με προφτάσεις έπρεπε να δικαιολογηθώ.
Τελείωσαν.
Όχι ακόμα.
Τελείωσαν προς το παρόν το γλυκό τους.

Επέμενα να τη συνοδέψω σπίτι και να φύγει κατευθείαν για δουλειά.
Πήρε τα κλειδιά από το τραπεζάκι.
Ξεκλείδωσε.
Άνοιξε την πόρτα του γκαράζ.
Χάθηκαν στο σκοτάδι τόσο όσο αρκούσε για να μη τους χάσω.
Ακολούθησα πάνω στο σύννεφο μου.
Μπροστά στο σπίτι της σταμάτησαν.
Της άνοιξε την πόρτα.
Πάντα ένας μεγάλος πρίγκιπας.
Εκείνη ξεχύθηκε επάνω του.
Ανέβηκαν στο διαμέρισμα.
Τους έδωσα το χρόνο που χρειάζονταν.
Ξεκλείδωσα με τα δεύτερα κλειδιά και κάθισα στο σαλόνι.
Αυτή τη φορά τελείωσαν.
Κι αυτοί.
Κι εγώ.
Και όλα.
Σηκώθηκε να πιει νερό.
Με είδε στο μισοσκόταδο.
Δεν ήμουν λουσμένη πια στην ασημόσκονη.
Είχα σκορπίσει στον αέρα.
Προσπάθησε να πει κάτι.
Μα η φωνή του χάθηκε.
Σαν πέτρα που δεν έφτασε ποτέ στον πάτο του πηγαδιού.
«Φώναξε την»
Άνοιξα αργά τη τσάντα μου.
Δε βιαζόμουν.
Εγώ το όνειρο μου το είχα σκίσει.
Το είχα ζαρώσει και το είχα πετάξει στα σκουπίδια.
Τώρα έπαιζα με το δικό τους.
Έπιανα την ανησυχία στο βλέμμα τους.
Το κοκκίνισμα από κάθε ένταση.
Ένα λαγός, ένα μαχαίρι, ένα πιστόλι, κώνειο.
Όχι.
Ένα χαρτί και ένα μακρόστενο πλαστικό με δυο ενδείξεις.
«Να μου ζήσει. Η σκάλα των ονείρων μου του ανήκει»

ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ



Κοίταζε τα πόδια της.
Τα σημάδια ήταν εμφανή.
Αγκάλιαζαν τον αστράγαλο της σαν στεφάνι.
Ηταν βαθιά χαραγμένα στο δέρμα της.
Δε μπορούσα να ξεχάσει τόσο εύκολα.
Την κρατούσε.
Στο ξύλινο δωμάτιο.
Δεμένη σε εκείνη την παλιά καρέκλα με το πλεκτό κάθισμα.Πρέπε να έμεινε εκεί για πολύ καιρό.
Τόσο καιρό που προσπαθούσε να ακούσει έναν παλμό για να καταλάβει αν ήταν ζωντανή. Συγκεντρώθηκε. Απέραντη ησυχία. Η τέλεια σιωπή.
Αρχισε να φοβάται πως ήταν νεκρή. Ακινησία. Αδράνεια.
Εκείνη ήταν αθλήτρια. Αθλήτρια της ζωής.
Τα πόδια της ήταν το όχημα της. Τα χρειαζόταν.
Ηξερε οτι κάποια μέρα θα την πάνε εκείνη που αγαπάει. Το τι θα συναντούσε εκεί όμως ήταν μια άλλη ιστορία.
Δεν πονούσε.
Την είχε συνηθίσει την άβολη καρέκλα, την άβολη ατμόσφαιρα.
Τη φρόντιζε με πατρική στοργή.
Ηταν ασφαλής μέσα στην ανασφάλεια της. Είχε αναρωτηθεί τι υπήρχε εκεί έξω. Δεν είχε ζητήσει βοήθεια.
'Ακουγε συχνά κόσμο να περνά Ζωή. Κίνηση.
Τον άφηνε να την προσπερνά.
Ωσπου μια μέρα άκουσε τρια μικρά κοφτά χτυπήματα στο παραθυρόφυλλο.
Και τρια μικρά κοφτά χτυπήματα στην καρδιά της. Να σηκωνόταν να ανοίξει πριν ούτε λόγος.
Αλλωστε το δωμάτιο αυτό της παρείχε ο,τι μπορούσε να ζητήσει και ήξερε οτι ήταν για πάντα.
Για πάντα.
Η καρδιά της τώρα έδινε ρυθμό σε όλο το σώμα. Αποκρίθηκε με την ίδια μυστικότητα στο χτύπημα.
Σύντομα ήταν εκεί έξω και έτρεχε ασταμάτητα.
Αν μια επιθυμία μπορούσε να κινήσει τη γη, ο σεισμός που γινόταν μέσα της ήταν ικανός να δώσει αρκετή ενέργεια στο σώμα της για να κινηθεί ως εκείνο το σημείο που το μονοπάτι γίνεται πάλι διασταύρωση.
Είδε τα φώτα της πόλης απο μακριά. Της έκαιγαν τα μάτια.
Και τα πυροτεχνήματα. Πομπώδη. Μοναδικά.
Κράτησαν μέχρι το πρώτο ανοιγόκλεισμα των βλεφάρων της.
Και την ενοχλούσε το πολύ της μέρας του, το λίγο της νύχτας του.
Μα πιο πολύ την ενοχλούσε που δε μπορούσε να βρει τον εαυτό της και έχανε και εκείνον.
Ξάπλωσε κάτω απο τη σκιά ενός δέντρου και κοίταξε τα πόδια της.
Τα σημάδια μέσα της ήταν εμφανή.
Η αγκαλιά του είχε αποδειχτεί η ασπίδα της.
Δε μπορούσε να ξεχάσει τόσο εύκολα πως την κρατούσε στην αγκαλιά του. Εκείνο το ξύλινο δωμάτιο έπλεκε ένα δίκτυ ασφαλείας γύρω της.
Η καρδιά της δε χτυπούσε δυνατά. Δεν ήταν νεκρή.
Ηταν γαλήνια μέσα στα δεσμά της.
Δεσμά που αποτέλεσαν τα φτερά της. Δε χρειαζόταν πια τα πόδια της.
Δε χρειαζόταν να τρέξει μακριά.
Δε φοβόταν.Ανοιξε τα φτερά της και γύρισε δίπλα του.
Την κράτησε στην αγκαλιά του και ήξερε οτι είναι για πάντα.ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ.

ΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ ΤΩΝ ΣΚΙΩΝ


Σκοτάδι.
Είχε βρει τη θέση της στα πλακάκια του μπάνιου.
Μικρόσωμη καθώς ήταν κουλουριασμένη κάτω από το κενό που άφηνε ο νιπτήρας.
Σκιές στους τοίχους.
Δεν το ήθελε.
Δεν ζήτησε τη γνώμη της. Μόνος του. Περήφανα. Ψυχρά το τελείωσε.
Δίχως επισημότητα.
Δίχως εξήγηση.
Καμιά προειδοποίηση.
Σηκώθηκε το πρωί.
Χωρίς εξήγηση,
Φώναξε το όνομα του πολλές φορές. Δεν έλαβε καμιά απάντηση.
Ένας κρότος.
Μια φευγαλέα σκιά.
Τώρα έμοιαζαν να ξεχύνονται από τη χαραμάδα και θεριεύουν.
Κρύωνε.
Προσπάθησε να σχηματίσει έναν αριθμό.
Δε τα κατάφερε.
Μια σκιά χόρευε μπροστά της.
Μια φιγούρα συνάμα εξωτική και απόκοσμη.
Τη ζήλευε.
Την ήθελε δικιά της.
Άρχιζε να ζαλίζεται.
Της ζήτησε να σταματήσει.
Μα όταν το έκανε ένιωθε τη μοναξιά να την παραλύει
Και τη ζητούσε πίσω.
Χόρεψαν μαζί σε πολλές γιορτές πριν γίνουν αχώριστες φίλες.
Της την είχε συστήσει ένας άνδρας που κουβαλούσε τη μαγεία των χρόνων που έχουν περάσει.
«Δοκίμασε, δε θα χάσεις. Δε θα σε εγκαταλείψει αν είσαι δίπλα της»

Έβαλε κάτι στο χέρι της και το έκλεισε γερά.
Χτύπημα στο κουδούνι. Σιωπή.
Ο τρελός χορός είχε καταλαγιάσει.
Είχε ρουφήξει το σκοτάδι του.
Ξαναχτύπησε.
Σιωπή.
Ένας γείτονας του άνοιξε την εξώπορτα.
Σερνόταν στην πόρτα της μα μια τούφα από μακριά μαύρα μαλλιά της τύλιγε το πόδι και την τραβούσε πίσω.
Δοκίμασε να χτυπήσει την εσωτερική πόρτα.
Σιωπή.
Φώναξε το όνομα της.
Είχε φτάσει στο διάδρομο.
Ως εκεί.
Απευθύνθηκε στον διαχειριστή.
Τον παρακάλεσε.
Τη χρειάζονταν.
Όλο το μαγεμένο δάσος την έψαχνε.
Τάχα μου πως έχασε το μαντίλι της και την έκλεψαν.
Κατέβηκαν τις σκάλες.
Πλησίασαν την πόρτα.
Ήταν ελάχιστα ανοιχτή.
Προσπάθησε να σπρώξει την πόρτα μα κάτι την εμπόδιζε.
Χώθηκε στο μικρό κενό.
Ήταν εκείνη.
Μια νεράιδα χαμένη στο πανηγύρι των σκιών.

Η ΩΡΑ ΠΟΥ ΟΙ ΑΓΓΕΛΟΙ ΜΑΘΑΙΝΟΥΝ ΝΑ ΠΕΤΑΝΕ







Η αλήθεια μου είπε καλημέρα με ένα ειρωνικό χαμόγελο
Ο θεός γέλασε με τα σχέδια μου
Και εγώ τους αγνόησα επιδεικτικά
Ζήλευαν
Τύλιξα το γυμνό κορμί μου με χρώματα γιορτινά
Και με κορδέλες τα μαλλιά μου
Φίλησα την ηλιαχτίδα στο μέτωπο
Και κατέβηκα στο δρόμο με τα πολλά σταυροδρόμια
Έψαχνα να σου κάνω ένα δώρο
Ένα μικρό θησαυρό
Να το κουβαλάς μαζί σου
Ίσως αυτό να το αντέχεις περισσότερο
Θα είναι ελαφρύ για να μη σε βαραίνει
Μόνο βάρος δε θέλω να γίνει
Είναι για να σου φέρνει χαρά όταν δεν μπορώ εγώκαι να σε προστατεύει
Μάλλον για να με αντιπροσωπεύει
Ένας άγγελος
Αυτό ήταν
Μικρός για να είναι αόρατος σε όποιον δεν ξέρει
Μεγάλος για όποιον μπορεί να καταλάβει
Θα τύλιγε το λαιμό σου όπως τύλιγα τα χέρια μου γύρω από αυτόν
Θα ανάσαινε πάνω στο στήθος σου
Και θα ζέσταινε την καρδιά σου
Στα χέρια μου πέσανε στάχτες από τον ουρανό
Μαύρο χρυσάφι
Στύλωσα τα μάτια μου σε έναν ένα κόκκινο ουρανό που δεν είχα θέση
Τα μελαχρινά της μαλλιά χάιδευαν τους ώμους
και το κεφάλι της φώλιαζε στο στήθος σου.
Είχα ένα δώρο για σένα μα εσύ είχες ένα καλύτερο
Ήταν η ώρα που οι άγγελοι μαθαίνουν να πετάνε και τα σύννεφα να τραγουδάνε.