Τρίτη 9 Σεπτεμβρίου 2008
Η ΣΚΑΛΑ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ
Την πρώτη φορά που σε αντίκρισα ήξερα.
Εσύ ήσουν ήδη στα μισά της σκάλας και ανέβαινες.
Εγώ στεκόμουν στην αρχή και έκανα τα πρώτα μου βήματα.
Πρέπει να φαινόμουν μικροσκοπική από αυτό το ύψος.
Δε σε φώναξα να με βοηθήσεις.
Ήξερα.
Ήσουν ένας μεγάλος πρίγκιπας για μεγάλες κοπέλες.
Η ηλιαχτίδα μου ήταν σίγουρα για μένα.
Μου ζήτησε να ανέβω σταθερά με ένα δικό μου τρόπο.
Πίστευε σε μένα και αφού το έκανε εκείνη μπορούσα και εγώ.
Ήθελα να σε φτάσω.
Και να σε ξεπεράσω.
Μόνο για λίγο μέχρι να με διακρίνεις και να επιταχύνεις για να με πιάσεις.
Να περπατήσουμε μαζί.
Μέχρι τότε μπορούσες να ανέβεις τη σκάλα με άλλους συνοδοιπόρους
Κάποιοι θα τρέχουν μπροστά και άλλοι θα μείνουν πίσω.
Έτσι απλόχερα σου έδωσα χρόνο να κάνεις κάθε αμαρτία μέχρι να δοκιμάσεις τη μεγαλύτερη.
Εμένα.
Και δέκα χρόνια μετά σε βρήκα εκεί που σε άφησα.
Συνεπείς στο άτυπο ραντεβού με το πεπρωμένο σου.
Είχα καθισμένους στον καναπέ μου μια ηλιαχτίδα και έναν μεγάλο πρίγκιπα για ένα μεγάλο κορίτσι σαν εμένα.
Κατευθύνθηκα στην κουζίνα.
Έβγαλα μια τούρτα.
Μια τούρτα που θαρρείς πως χώραγε και άλλες εκπλήξεις.
Ο καθένας σε αυτό το σπίτι γιόρταζε την δική του χαρά
Στο Χολ κοντοστάθηκα.
Μια ακόμα ζαλάδα.
Τώρα επεκτάθηκε.
«Να τη ξεριζώσεις. Είναι εποχιακό λουλούδι. Θα σου μαραθεί και θα γεμίσει ξερά φύλλα την αυλή σου»
Περίμενα με τις ρίζες μου έτοιμες να ξεριζωθούν μια απάντηση.Άκουσα έναν άλλον ήχο.
Έμοιαζε με φιλί ανέμου.
Έσκυψα να δω και είδα.
Το φως να τον πλημμυρίζει.
«Έρχεται το επιδόρπιο»
Τοποθέτησα τη μεγάλη τούρτα μπροστά τους.
Την έκοψα σε κομματάκια και τη μοίρασα.
Το χέρι μου τρεμόπαιξε από την σύγχυση.
Δικαιολογήθηκα για την αδεξιότητα μου, τη φυσική έλλειψη χάρης.
Για την σκάλα που δεν ανέβηκα ολόκληρη και κοντοστάθηκα να με προφτάσεις έπρεπε να δικαιολογηθώ.
Τελείωσαν.
Όχι ακόμα.
Τελείωσαν προς το παρόν το γλυκό τους.
Επέμενα να τη συνοδέψω σπίτι και να φύγει κατευθείαν για δουλειά.
Πήρε τα κλειδιά από το τραπεζάκι.
Ξεκλείδωσε.
Άνοιξε την πόρτα του γκαράζ.
Χάθηκαν στο σκοτάδι τόσο όσο αρκούσε για να μη τους χάσω.
Ακολούθησα πάνω στο σύννεφο μου.
Μπροστά στο σπίτι της σταμάτησαν.
Της άνοιξε την πόρτα.
Πάντα ένας μεγάλος πρίγκιπας.
Εκείνη ξεχύθηκε επάνω του.
Ανέβηκαν στο διαμέρισμα.
Τους έδωσα το χρόνο που χρειάζονταν.
Ξεκλείδωσα με τα δεύτερα κλειδιά και κάθισα στο σαλόνι.
Αυτή τη φορά τελείωσαν.
Κι αυτοί.
Κι εγώ.
Και όλα.
Σηκώθηκε να πιει νερό.
Με είδε στο μισοσκόταδο.
Δεν ήμουν λουσμένη πια στην ασημόσκονη.
Είχα σκορπίσει στον αέρα.
Προσπάθησε να πει κάτι.
Μα η φωνή του χάθηκε.
Σαν πέτρα που δεν έφτασε ποτέ στον πάτο του πηγαδιού.
«Φώναξε την»
Άνοιξα αργά τη τσάντα μου.
Δε βιαζόμουν.
Εγώ το όνειρο μου το είχα σκίσει.
Το είχα ζαρώσει και το είχα πετάξει στα σκουπίδια.
Τώρα έπαιζα με το δικό τους.
Έπιανα την ανησυχία στο βλέμμα τους.
Το κοκκίνισμα από κάθε ένταση.
Ένα λαγός, ένα μαχαίρι, ένα πιστόλι, κώνειο.
Όχι.
Ένα χαρτί και ένα μακρόστενο πλαστικό με δυο ενδείξεις.
«Να μου ζήσει. Η σκάλα των ονείρων μου του ανήκει»
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου