Τρίτη 9 Σεπτεμβρίου 2008

Ο ΔΙΚΟΣ ΜΟΥ ΟΥΡΑΝΟΣ



Το αποφάσισα. Δεν κοιμήθηκα όλο το βράδυ. Το αποφάσισα. Δε θα ξυπνούσα διαφορετικά. Δε μου έλειπε ο ύπνος, ήταν η ζωή που φοβόμουν να αντιμετωπίσω.
Έτσι κατέληγα να ζω ανάμεσα στα όνειρα και τους εφιάλτες μου.
Το αποφάσισα. Φόρεσα το μπλε φόρεμα με τον άσπρο δαντελωτό γιακά.
Είχε κιτρινίσει λίγο. Δεν έβγαινε πια στο πλύσιμο. Το έβγαλα. Αυτό το φορούσα την τελευταία φορά που με είδε. Φόρεσα τη λευκή μου φούστα και το πάλλευκο πουκάμισο μου. Ήμουν ένα χαρούμενο άσπρο σύννεφο στο μπλε ουρανό σου.
Όχι. Το φορούσα σε μέρες χαρούμενες. Δεν ήταν μια από αυτές.
Φόρεσα ξανά το μπλε φόρεμα.
Ήθελα να με θυμάσαι όπως με άφησες.
Μια ψευδαίσθηση ότι τίποτα δεν άλλαξε σε ένα κόσμο που δεν σταμάτησε να κινείται.
Ήμουν έτοιμη.
Περπατήσαμε ως τη στάση του λεωφορείου.
Κάθισα προσεκτικά μη λερωθώ.
Το παγκάκι γέμισε.
Ακούμπησα τη τσάντα στα πόδια μου και έβγαλα ένα τσιγάρο που ποτέ δεν άναψα.
Μα το έφερα ως τα χείλια μου και το ένιωσα ως την τελευταία ρουφηξιά.
Το παγκάκι άδειασε σχεδόν.
Το λεωφορείο έφυγε.
Θα ερχόταν το επόμενο.
Θα ανέβαινα.
Αλήθεια θα ανέβαινα.
Θα ερχόταν το επόμενο.
Θα ανέβαινα.
Αλήθεια θα ανέβαινα.
Το αποφάσισα.
Ο νεαρός που στεκόταν όρθιος δίπλα μου του έμοιαζε.
Σε μια φευγαλέα ανάμνηση της πρώτης του νιότης.
Πάντα γελαστός και ανέμελος.
Ξεχώριζε.
Κοκκινωπά μάγουλα, κατακόκκινα μαλλιά, φακίδες, αδύνατος κορμός, μακριά δάχτυλα.
Αυτό πρέπει να σου στοίχισε.
Πριν το καταλάβω είχαν περάσει δυο λεωφορεία.
Τελικά θα περπατήσουμε.
Θα έχω χρόνο στη διαδρομή να προβάρω τα λόγια μου αν χρειαστούν.
Να μελετήσω τις αντιδράσεις μου,
Τις αντιδράσεις σου.
Τις αντιδράσεις του.
Να το αποφασίσω.
Σταμάτησα στο περίπτερο.
Άνοιξα το πορτοφολάκι.
Σπάνια κουδούνιζε.
Εκνευριστικά όπως τα άλλα.
Το έκλεισα.
Καλύτερα να διαβάσω τα πρωτοσέλιδα.
«Θανατική ποινή»
«Εκτέλεση δολοφόνου»
«Σκότωσε και τεμάχισε τη μητέρα του παιδιού του»
Κάποτε ήμουν υπέρ της.
Έφτασα.
Στην είσοδο ο φύλακας φάνηκε καχύποπτος.
Δεν την είχε ξαναδεί.
Χάιδεψε απαλά τα πυκνά κόκκινα μαλλιά της.
Της κρατούσα σφιχτά το χέρι μα κανείς δεν με πρόσεχε.
Ούτε η ίδια.
Μπήκα μαζί της στην αίθουσα.
Καθίσαμε πίσω από το τζαμί.
Εκείνος κάθισε απέναντι μας.
Τα μαλλιά του ήταν άσπρα, αραιά ξεπρόβαλλαν κόκκινες τριχούλες χωρίς την πρώτη τους λάμψη. Το πρόσωπο του ήταν κάτασπρο.
Έτσι δεν ήταν ούτε το δικό μου.
Δεν τον αναγνώρισα αμέσως.
Μα κατάλαβα.
Ένα δάκρυ κύλησε κοιτάζοντας την.
Κι εκείνος κατάλαβε.
Δεν μίλησε μα κατάλαβε.
Ούτε εκείνος με αναγνώρισε.
Ακούμπησε το χέρι του στο τζάμι.
Ήταν πιο μεγάλο και παχύ από το δικό της.
Όταν τα ένωναν όμως με κάποιον παράξενο τρόπο ταίριαζαν απόλυτα.
Και ξαφνικά το τζάμι ήταν σαν αόρατο και εγώ σχεδόν ορατή.
Το αποφάσισα.
Είχε χάσει την πρώτη στιγμή που το δαχτυλάκι της έπρεπε να τυλιχτεί γύρω από το δικό του και να τον εγκλωβίσει, για πάντα.
Το αποφάσισα.
Μπορούσε ακόμα.
Το αποφάσισα.. να τους δώσω μια βροχή και ένα ουράνιο τόξο.
ΕΝΑΝ ΔΙΚΟ ΤΟΥΣ ΟΥΡΑΝΟ
Για πάντα ένα άσπρο σύννεφο στο μπλε ουρανό σου.

2 σχόλια:

gkarkani είπε...

Kali arhi... sinehise tis metamorfoseis, ehoun endiaferon

filia, Gogo

gkarkani είπε...

kali arhi!sinehise tis metamorfoseis, ehoun endiaferon...
filia, Gogo